ραβδιστήρα

ραβδιστήρα
η, Ν
είδος μακριού ραβδιού που χρησιμοποιείται για το ράβδισμα τών καρπών τών δέντρων και ιδίως τών ελιών, τών καρυδιών και τών αμυγδαλιών, αλλ. ραβδιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ραβδίζω + επίθημα -τήρ(α) (πρβλ. βαφτισ-τήρα, ποτισ-τήρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραβδιστήρα — η ραβδί για το τίναγμα καρπών από τα δέντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράκτρια — ἡ, Α ραβδί για το ράβδισμα καρποφόρων δέντρων και κυρίως τής ελιάς, ραβδιστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάσσω «χτυπώ» + κατάλ. τρια (πρβλ. τινάκ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • ραβδίζω — ῥαβδίζω ΝΜΑ [ῥάβδος] 1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ 2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.) 3. (σχετικά με σιτηρά)… …   Dictionary of Greek

  • ραβδιστήρι — το, Ν η ραβδιστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραβδίζω + επίθημα τήρι(ον), πρβλ. σκαλισ τήρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”